- θαλασσοπνίγω
- 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματαβ) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του»)3. (μτχ. παθ. παρακμ.) θαλασσοπνιγμένος, -η, -οα) αυτός που δεινοπάθησε στη θάλασσαβ) αυτός που δοκιμάστηκε στη βιοπάλη.
Dictionary of Greek. 2013.